σόργο

σόργο
Όνομα με το οποίο είναι γνωστά διάφορα καλλιεργούμενα είδη του γένους σόργον (οικογένεια Γραμινίδες, υποοικογένεια ανδροπωγωνίων, μονοκοτυλήδονα)· κατ’ άλλους πρόκειται για ποικιλίες του αρχικού είδους σ. το κοινόν. Τα καλλιεργούμενα είδη είναι τέσσερα: σ. το σάρωθρο, σ. το κοινό, σ. η δούρρα και σ. το σακχαρώδες· Το σ. το χαλέπιο, που αυτοφύεται στην Ελλάδα, είναι το γνωστό δυσεξοντωτοζιζάνιο βίλιουρας ή γρήλαρη. Πάντως είναι ξενικό φυτό που κάποτε εισήχθη στην Ελλάδα για καλλιέργεια και έγινε αυτοφυές. Πιθανή πατρίδα του σ. θεωρείται γενικά η τροπική Αφρική. Τα φυτά του σ. εκτός από το βίλιουρα, μοιάζουν πολύ, ως προς τη μορφή και την καλλιέργεια, με τον αραβόσιτο, έχουν όμως πιο άφθονα φύλλα και παράγουν τους καρπούς στην κορυφή και όχι στις μασχάλες των φύλλων, όπως ο αραβόσιτος. Ύψους 1 - 2 μ. έχει κάλαμο όρθιο, κίτρινο ή κοκκινωπό, ο οποίος φέρει φύλλα με κολεό, επιμήκη, πλατιά, με μικρό και στενό γλωσσίδιο· στην κορυφή των στελεχών εμφανίζονται τα άνθη κατά φόβες πολύ αναπτυγμένες (40 εκ.), με περισσότερες ή λιγότερες διακλαδώσεις. Μερικά άνθη είναι κρεμαστά και μόνο άρρενα, αλλά άμισχα και ερμαφρόδιτα που περιβάλλονται από 2 λέπυρα και 2 λεπυρίδια διαφόρων χρωμάτων (κοκκινωπά, μαύρα, κιτρινωπά). Ανάλογα με το είδος και την ποικιλία, χρησιμοποιούν τον κάλαμο για την παραγωγή σακχαρώδους σιροπιού (σ. το σακχαρώδες), για την παρασκευή χαρτιού, υφασμάτων και - με ζύμωση - μικρών ποσότητων οινοπνεύματος. Η ταξιανθία, αντίθετα, αφού αφαιρεθούν οι καρποί, χρησιμεύει για την κατασκευή βουρτσών και σαρώθρων (σ. το σάρωθρο, το κοινόν σκουπόχορτο)· τα σπέρματα του τελευταίου, καθώς και του σ. η δούρρα, χρησιμοποιούνται για διατροφή των οικόσιτων πτηνών και συμπληρωματικά για διατροφή χοίρων μόσχων και γαλακτοφόρων αγελάδων. Το σ, η δούρρα καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στην Αίγυπτο, Ινδία και ανατολική Αφρική, όπου από το αλεύρι των σπερμάτων του παρασκευάζουν και ψωμί. Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως το σ. το σάρωθρο και το σ. η δούρρα (κοινώς νταρί, ασπρίτσα, λιανοκαλάμποκο), και κατά δεύτερο λόγο το σ. του Σουδάν και το σ. το σακχαρώδες. Η έκταση που καλλιεργήθηκε το 1973 στην Ελλάδα με διάφορα είδη σ. ανήλθε σε 61 500 στρέμματα, με παραγωγή 6860 τόν. ξηρού χόρτου, 8269 τόν. χλωριούχου χόρτου και 7946 τόν. σπερμάτων. Τα 93% των ελληνικών καλλιεργειών σ. βρίσκονται στη Θράκη. Σόργο το σακχαρώδες. Από την ψίχα των καλαμιών του φυτού αυτού, που καλλιεργείται ελάχιστα στην Ελλάδα, εξάγονται σακχαρούχες ουσίες.
* * *
το, Ν
βοτ. α) γένος αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων φυτών, σιτηρό που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη τής τάξης ποώδη, με 60 περίπου είδη, από τα οποία το κοινό σόργο καλλιεργείται σε πολλές ποικιλίες, μερικές από τις οποίες είναι γνωστές στην Ελλάδα με τις κοινές ονομασίες μεγάλο κεχρί, λιανοκαλάμποκο, ασπροσίταρο ή ασπροκαλάμποκο, σκούπα κ.ά.
β) ο εδώδιμος αμυλούχος καρπός τού φυτού αυτού που χρησιμεύει ως τροφή και ζωοτροφή
γ) το αυτοφυές στην Ελλάδα είδος Sorghum halepense, γνωστό με τη λόγια ονομασία Σόργον το χαλέπιον και με τις κοινές ονομασίες βέλιουρας, βήλιουρας, καλαμότσιχρο, καλαμάγγρα κ.ά., ένα ενοχλητικό πολυετές ζιζάνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sorgo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σόργο — το (λ. ιταλ.), είδος φυτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ …   Dictionary of Greek

  • δημητριακά ή σιτηρά — Σύνολο ποωδών φυτών διαφορετικού μεγέθους της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλιεργούνται από την αρχαιότητα σε μεγάλη κλίμακα, για την παραγωγή των εδώδιμων σπόρων τους, οι οποίοι, όταν αλέθονται, γίνονται αλεύρι που… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”